-
1 ну
ну 1επιφ.1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•
ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•
ну так что же? ε, καλά και τι;•
ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•
ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•
ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•
ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•
ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;
2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•
да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!
|| έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!
3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•
ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!
ну 2(μόριο)1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);
2. (και) αν, εάν•а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;
3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•
ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;
ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•
ну конечно και βέβαια•
ну нет όχι δεν•
ну хорошо λοιπόν καλά•
ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•
ну, а... αλλ όμως...
4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.
|| κι έτσι τελικά.5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.
εκφρ.ну-с! – (ε) λοιπόν!•ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω! -
2 резка
(действие) η κοπή, το κόψιμο, η τομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резка
-
3 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
4 скромничать
скромн||ичатьнесов разг δείχνω μετριοφροσύνη, εἶμαι σεμνός:не \скромничатьичай ἄσε τή μετριοφροσύνη. -
5 сторона
сторон||аж1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία! -
6 отстать
-стану, -станешь, προστκ. отстань ρ.σ.1. μένω πίσω• βραδύνω, αργοπορώ, καθυστερώ. || δε προκάνω, δεν προφτάνω•отстать от поезда δεν προκάνω το τρένο.
2. μένω τελευταίος. || μτφ. υστερώ•этот ученик очень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)•
отстать в развитии υστερώ στην ανάπτυξη•
отстать от жизни μένω πίσω από τη ζωή.
|| πηγαίνω (μένω)•часы -ли το ρολάγι έμεινε πίσω.
3. αποσπώμαι• ξεκολλώ πέφτω•штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•
кора -ла от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.
|| καθαρίζω•пятно -ло ο λεκές καθάρισε (βγήκε).
4. ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δεσμούς•отстать от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.
5. παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω• παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. || ξεσυνηθίζω.6. παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυχο• παρατώ•отстинь от шеяа παράτα μας, άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με.
-
7 фокус
фокус 1-а α.1. (φυσ.) εστία διάθλασης ή αντανάκλασες ακτινών. || απόσταση εστιακή.2. (ιατρ.) εστία φλεγμονής.3. μτφ. κέντρο συγκέντρωσης, συρροής.фокус 2-а α.1. ταχυδακτυλουργία, θαυματοποιία• κόλπο, τέχνασμα, τρυκ. || πονηριά, απάτη, κατεργαριά. || (για μηχανισμό) το μυστικό.2. καπρίτσα, ιδιοτροπίες, καμώματα, νάζια•брось свои -ы άσε (άφησε) τα καπρί-τσα σου στην μπάντα.
εκφρ.в том-то и фокус – εδώ είναι ο κόμπος ή τα κουμπιά της Αλέξαι-νας (για δυσχέρειες). -
8 шутка
-и θ., γεν. πλθ. шуток.1. αστείο, αστεϊσμός, χωρατό• χαριεντισμός•забавная -φαιδρό αστείο (καλαμπούρι)•
невинная шутка αθώο (άκακο) αστείο•
злая шутка μοχθηρό αστείο•
шутка глупая шутка κουτό αστείο•
мне не до -ток δεν κάνω (δε δέχομαι) αστεία•
он не на -у рассердился αυτός θύμωσε στα σοβαρά (όχι στ αστεία)•
он не понимает -ток αυτός δεν καταλαβαίνει από αστεία•
остроумная шутка πολύ έξυπνο αστείο•
обращать всё в -у τα γυρίζω όλα στ αστείο.
2. μικρό κωμικό έργο.εκφρ.в -у – αστεία (όχι σοβαρά)•не шутка – (ως κατηγ.) δεν είναι αστείο (είναι πολύ σοβαρό)•на (или не в) -у – όχι στ σ.στεία (σοβαρά)•- и в сторону – τ αστεία στη μπάντα (κατά μέρος)•шутка -ой – ήшуткаи -ами τ αστεία ειν αστεία, (όμως...)• радишуткаи χάρη αστειότητας•шуткаи с ним плохи αυτός δε σηκώνει αστεία (παραξηγεί-ται)•шуткаи прочь! άσε τ αστεία•шутка ли – δεν είναι αστεία, δεν είναι παίξε-γέλασε (είναι δύσκολα τα πράγματα).
См. также в других словарях:
ἆσε — ἀάω hurt aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾆσε — ᾆ̱σε , ἀείδω il.Parv.. aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀείδω il.Parv.. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾦσες — ᾄσε̄ς , ἀείδω il.Parv.. fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ὄͅσε̄ς , ὀίζω cry fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
I Muvrini — Background information Origin Corsica … Wikipedia
Pyx Lax — (греч. Πυξ Λαξ; от древнегреческого выражения «Pyx lax dontax» пинками и кулаками) греческая рок группа, игравшая в стиле фолк рок. Была создана в 1989 г. в Афинах (Греция). Основатели: Филиппос Пляцикас (р. 1967), Бабис Стокас… … Википедия
Despina Vandi (album) — Despina Vandi Δέσποινα Βανδή Compilation album by Despina Vandi Released 2005 Recorded 1994 2000 Genre Laïka … Wikipedia
Dimitris Froxylias — Personal information Full name Dimitris Froxylias Date of birth 28 June 1993 ( … Wikipedia
Mariza Koch — Μαρίζα Κωχ Mariza Koch, 2008. Background information Born 1944 (age 66–67) … Wikipedia
Mia Kokkini Grammi — Studio album by Natasa Theodoridou Released July 2009 … Wikipedia
λούσο — το 1. πολυτελής καλλωπισμός, ιδίως τής ενδυμασίας 2. πολυτέλεια 3. φρ. «άσ τα λούσα» ή «ας σού λείπουν τα λούσα» άσε τα προσχήματα, μίλα σταράτα, χωρίς περιστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lusso < λατ. luxus «πολυτέλεια»] … Dictionary of Greek